Πέρα από σαχλή προσφώνηση μωρού κοριτσιού (τ. «μπέμπα» κι έτς), ή όνομα κατοικιδίου, σημαίνει και την τροφαντή (αλλά όχι απαραιτήτως νόστιμη) κοπέλα, η οποία επί πλέον δίνει την εντύπωση της μπεμπέκας.

Λέγεται γούτσικα, πειρακτικά ή/και υποτιμητικά. Μπορεί επίσης να ειπωθεί (ειρωνικά πάντα) και για καμιά ξεμωραμένη μιλφ.

Επίσης λέγεται και από μηχανόβιους για τις μηχανές τους (οι οποίοι ως γνωστόν έχουν ένα θέμα φροϋδολιμπιντικό με δαύτες, το οποίο υποθέτω πως κατάγεται από την εποχή των φοράδων), όπως βλέπουμε εδώ...

Εν μέρει συνώνυμο με την λολίτα.

Αρσενικό: μπουμπούκος - καμία σχέση.

  1. - Ωραίο το μουνάκι που χτύπησε ο Ισίδωρας;
    - Νταξ, λίγο μπουμπού αλλά θα στρώσει.

  2. Τι το παίζεις μπουμπού μωρή ξεκωλόγρια, δε σε παίρνει αφού ...

  3. - Έλα μωρούλι μου, έλα μπουμπού μου, κάτσε πάνω στο παπί μου.

  4. μπουμπου στη μεσογειων:
    σε είδα,ησουν στην μεσογείων σε χτύπησε ένα μηχανάκι και έσπασες το προφέσιοναλ κινιτο σου (νοκια).αντεδρασες γρηγορα-τρομερα αντανακλαστικα αλλα εισαι λιγο αδυναμος και εχεις παχυνει λιγο,σα βαρελακι εχεις γινει.εισαι τρελλη μπουμπου. η κοπελια απο τα φλοκα.
    (από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
sstteffannoss

Παίζει αξιοσημείωτα πολύ και σαν χαδιάρικο υποκοριστικό του μουνιού από τις ίδιες τις ..φέρουσες ή κάτι προσπαθεί κάτι να μου πει;

#2
iron

ωχ θέ μου! αυτό είναι χειρότερο από τα σαχλά!

#3
sstteffannoss

Εμένα μου λες;

#4
electron

επίσης μπουμπού (ως παραλλαγή του «μπέμπα») αποκαλούν τα κοριτσάκια πριν αποφασίσουν τι όνομα θα τα βγάλουν. ¨Μπέμπης¨ το ασερνικό. Το χειρότερο είναι ότι σε κάποιες γκόμενες μένει το μπουμπού, και ξαφνικά μπαίνει θεία και αποκαλεί την εν λόγω κοπελιά Μπουμπού!!!!