Πέρα από σαχλή προσφώνηση μωρού κοριτσιού (τ. «μπέμπα» κι έτς), ή όνομα κατοικιδίου, σημαίνει και την τροφαντή (αλλά όχι απαραιτήτως νόστιμη) κοπέλα, η οποία επί πλέον δίνει την εντύπωση της μπεμπέκας.
Λέγεται γούτσικα, πειρακτικά ή/και υποτιμητικά. Μπορεί επίσης να ειπωθεί (ειρωνικά πάντα) και για καμιά ξεμωραμένη μιλφ.
Επίσης λέγεται και από μηχανόβιους για τις μηχανές τους (οι οποίοι ως γνωστόν έχουν ένα θέμα φροϋδολιμπιντικό με δαύτες, το οποίο υποθέτω πως κατάγεται από την εποχή των φοράδων), όπως βλέπουμε εδώ...
Εν μέρει συνώνυμο με την λολίτα.
Αρσενικό: μπουμπούκος - καμία σχέση.
- Ωραίο το μουνάκι που χτύπησε ο Ισίδωρας;
- Νταξ, λίγο μπουμπού αλλά θα στρώσει.
Τι το παίζεις μπουμπού μωρή ξεκωλόγρια, δε σε παίρνει αφού ...
- Έλα μωρούλι μου, έλα μπουμπού μου, κάτσε πάνω στο παπί μου.
μπουμπου στη μεσογειων:
σε είδα,ησουν στην μεσογείων σε χτύπησε ένα μηχανάκι και έσπασες το προφέσιοναλ κινιτο σου (νοκια).αντεδρασες γρηγορα-τρομερα αντανακλαστικα αλλα εισαι λιγο αδυναμος και εχεις παχυνει λιγο,σα βαρελακι εχεις γινει.εισαι τρελλη μπουμπου. η κοπελια απο τα φλοκα.
(από το δίχτυ)