Χαροπαλεύω, σέρνομαι, σέπομαι. Σπανιότερα, επιθυμώ κάτι διακαώς.

Καρακλασική σλανγκιά, εκ των: ψοφάω και λόγος.

Γαλλιστί: je crève.

- Αντι να εισαι εδω να μου φτιαχνεις κοτοσουπα, που το υποσχεθηκες, μαρτυς μου η μπλογκοσφαιρα και να με τριβεις με βικς, γυρευε που γλεντοκοπας, ενω εγω ψοφολογαω. Ετσι θ' ανοιξουμε σπιτι;
(εδώ)

- Το αποκαλούμενο «έντεχνο» ψοφολογάει, οι περισσότεροι εκφραστές του είναι πλέον σε οίκους ευγηρίας, κάποιοι το παλεύουν ακόμα αλλά δεν δείχνουν κωλαράκι, οπότε δεν τους βάζει η TV. Μόνο καμιά Μπίλιω, στη χάση και στη φέξη. Επίσης, διαδυκτιακή παρουσία μηδέν. Βάλε τον ανηψίο σου, βρε παιδί μου, να σου κάνει ένα blog, ένα facebook, ένα twitter, να ακούγεται η μουσική ντε...
(εκεία)

- Κορινα.... ψοφολογαω για μπιριμπα!!!!! (παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
sstteffannoss

Τόσο κοντά στο grève! Pawn intended -μέρα που ‘ναι σήμερα;

#2
Vrastaman

Spawn intended, με πολλές crevettes.