Υποκοριστικό του «Κωνσταντίνος».

Δήλωνε αρχικά άνθρωπο που προσέχει πολύ την εμφάνιση του και τους τρόπους του, αργότερα απέκτησε τη σημασία του θηλυπρεπή.

Λαϊκό άσμα του Χιώτη:

Να μου λείπουν
οι ντιντήδες οι μοντέρνοι,
θέλω άντρα
ν' αγαπάει και να δέρνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Σωστός ο ορισμός του/της Aegipan, πολύ καλύτερος από τους υπόλοιπους που έχουμε. Στο πρόσφατο βιβλίο του Ν. Σαραντάκου Λέξεις που Χάνονται (προφάνουσλυ το γιορτινό ανάγνωσμά μου) υπάρχει ο ενδιαφέρων ορισμός: «Ο αβροδίαιτος νέος της καλής κοινωνίας, ο μαλθακός και καλοαναθρεμμένος, σε αντιδιαστολή με τον μάγκα ή το εργατόπαιδο. [...] Συνώνυμο του κομψευόμενου μεγαλοαστού». Ο Σαράντ βρίσκει, μάλιστα, καταχρηστική την έμμεση ταύτιση του ντιντή με τον ντιγκιντάγκα στο τραγούδι των Κραουνάκη/Μαρίνου («θα γίνει ντιγκιντάγκας, θα γίνει ένας ντιντής»). Βεβαίως από την σημασία του φλώρου, η μετάβαση στην σημασία του γκέουλα είναι πολύ συνήθης αργκοτικώς.

#2
kostasΑ

Εγώ έχω ακούσει το «ντιντίδες» από συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη οπού αναφερόταν σε βασανιστές της Μακρονήσου.