Υποκοριστικό του «Κωνσταντίνος».

Δήλωνε αρχικά άνθρωπο που προσέχει πολύ την εμφάνιση του και τους τρόπους του, αργότερα απέκτησε τη σημασία του θηλυπρεπή.

Λαϊκό άσμα του Χιώτη:

Να μου λείπουν
οι ντιντήδες οι μοντέρνοι,
θέλω άντρα
ν' αγαπάει και να δέρνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που:

  • την γυρνάει τη βάρκα,
  • την ξεφλουδίζει τη μπανάνα,
  • την τραβάει την πιπερόριζα,

και πιο κλασσικά:

  • το πάει το γράμμα,
  • το τρίβει το πιπέρι.

Κοινώς ο «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και το αγόρι μου».

- Ρε! Τσέκαρε τη λούγκρα!
- Μαλάκα, ντιντής!

Σχετικό: την τρίζει την όπισθεν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης.

- Καλέεεε, δες τον ντιντίκο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκαταδερφάρα, ο γκέουλας, αυτός που περπατάει σα να έχει καταπιεί σεισμό..., αυτός που τον κουνάει σαν βάρκα!

Διαδεδομένη έκφραση κατά τις δεκαετίες '80 και '90.

«και θυμάμαι τη νονά μου, την φοράδα που ερχόταν κάθε Πάσχα να μου φέρει την λαμπάδα και είπε: το παιδί δεν μου γυάλισε για μάγκας, θα γίνει ντιγκιντάγκας, θα γίνει ένας ντιντής»
Ημισκούμπρια - sex

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified