Ο ανήρ ο οποίος αρέσκεται κατά κόρον να αναζητεί ερωτικούς συντρόφους (όποιου γένους επιθυμεί) σε οίκους ανοχής (λαϊκιστί: μπουρδέλα).

Ετυμολογία: μπουρδέλο (=οίκος ανοχής) + τσάρκα (=ο περίπατος).

- Καλά, αυτός ο Γιάννης, πολύ μπουρδελότσαρκας μας βγήκε! Επειδή δεν μπορεί να σταυρώσει γκόμενα μας γυρνοβολάει όλη την ώρα στα μπουρδέλα!
- Ναι, τραβάτε με κι ας κλαίω...

Η Ινδή ηθοποιός Bhuwaneshwari συνελήφθη για μπουρδελότσακρας. (από Vrastaman, 03/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

Επισης, μπουρδελοτσακρας: το 'χανειο της Νεας Εποχης.

#2
lxar

Προτιμώ το μπουρδελότσακρας με περιεχόμενο την αέναη αναζήτηση μπουρδελοθήρα νεοεποχίτη να βρει αλματοπωλείο με φενγκ σούι.Διότι αν δεν γαμείς ενώπιον ειδωλίου του Βουδός χαλάς το κισμετ σου και δεν σε σώζει ούτε ξεμάτιασμα σε μουσακά από τον Πάγκαλο