Όταν ένας άνθρωπος, αντικείμενο ή γουατέβερ έχει σμπρωχτεί από μόνο του πιο δώθε, κείθε ή γουερέβερ πιο πέρα.
- Έεε... πού πήγες και έβαλες το τηλεκοντρόλ... δεν ήταν εκεί η θέση του.
- Μάλλον θα σμπρώχτηκε.
Όταν ένας άνθρωπος, αντικείμενο ή γουατέβερ έχει σμπρωχτεί από μόνο του πιο δώθε, κείθε ή γουερέβερ πιο πέρα.
- Έεε... πού πήγες και έβαλες το τηλεκοντρόλ... δεν ήταν εκεί η θέση του.
- Μάλλον θα σμπρώχτηκε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Διαδικασία που ισοδυναμεί με καταδίκη (κατά κάποιο τρόπο).
- Μαμά το παντελόνι μου ξηλώθηκε. Μου το ράβεις μια στιγμή;
- Πω πω βρε παιδί μου, με βάζεις σε μεγάλη καταδικασία...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Eίναι ο έχων επιμελώς ατημέλητο ντύσιμο ή αμελώς ευπρεπή ενδυμασία.
- Μας το παίζει και πλούσιος με το αμάξι του αλλά όταν ανοίγει την πόρτα φαίνεται πόσο κυριλέτσος είναι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
O επιδειξιομανής πλην όμως άφραγκος.
Χλιδοκαταχωρίσεις: χλιδαίος, χλιδάμπουρας, χλιδάνεργος, χλιδάντερος, χλιδάφραγκος, χλιδοπαπάτζα, χλιδότσουλο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο δις μαλάκας.
– Μα να την βρίσει κατάμουτρα;! Δέν είναι μόνο μαλάκας!
– Ναι, είναι μαλακομαλάκας το παιδί.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ανήρ ο οποίος αρέσκεται κατά κόρον να αναζητεί ερωτικούς συντρόφους (όποιου γένους επιθυμεί) σε οίκους ανοχής (λαϊκιστί: μπουρδέλα).
Ετυμολογία: μπουρδέλο (=οίκος ανοχής) + τσάρκα (=ο περίπατος).
- Καλά, αυτός ο Γιάννης, πολύ μπουρδελότσαρκας μας βγήκε! Επειδή δεν μπορεί να σταυρώσει γκόμενα μας γυρνοβολάει όλη την ώρα στα μπουρδέλα!
- Ναι, τραβάτε με κι ας κλαίω...
Βλ. και μπουρδελότσαρκα, μπουρδελιάρης, πορνόβιος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο γνωστός μαλακοκαύλης. Τουτέστιν ο ανήρ του οποίου το μόριο πριν την συνουσία δεν λέει να αποκτήσει την απαιτούμενη (αναγκαία και ικανή) στύση, παρά τις προσπάθειες του παρτενέρ του.
- Τι έγινε εχτές με τον Μπάμπη;;;
- Άσε με μωρέ με τον μαλακόπουτσα!... Τόση ώρα του τον έπαιζα, και σαν τσιχλόφουσκα ήταν το πουλί του...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ψώλα, (ως γνωστόν το τσόλι) και ενίοτε το ξεψώλι (με την αρνητική έννοια πάντα), σε συνδυασμό με την ταμπλέτα η οποία, στο πέρασμά της, καθαρίζει τα πάντα αδιακρίτως.
Το εν λόγω υβρίδιο βγαίνει σε όποιο χρώμα επιθυμείτε, αλλά για καλύτερα αποτελέσματα προτιμήστε το μπλε (η καλύτερη απομίμηση της CALGONIT-ταμπλέτας). Το συνιστούν οι μεγαλύτεροι κατασκευαστές καλτσοδέτων.
Πώ ... πώ... τί ψωλοκαυλέτα είσ' εσύ μάνα μου!!!! Βγαίνεις και σ' άλλα χρώματα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified