Η άσχημη και απαίσια γηραιά κυρία.

Άντε μωρή τζατζόγρια που θες και τεκνά! Δεν κοιτάς τα χάλια σου;!

Σχετικά: γρέτζω, γριέντζω, γιαγιά, γρίντζελο, Γρετζώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Nakas

Από το τσατσά (=ματρώνα οίκου ανοχής) και το γριά;

#2
stratos98

δεν ξέρω αν κάνω λάθος, εαν αφαιρέσουμε το τ
''τζα(τ)ζογρια'' γινεται τζαζογρια η παλαίμαχη φαν , πωρωμένη με τη τζαζ.

#3
poniroskylo

Το τζατζόγρια είναι παραφθορά του τζαντόγρια. Το τζαντόγρια έχει ως πρώτο συνθετικό την τούρκικη λέξη cadi (προφέρεται τζαντί) που σημαίνει μάγισσα, γριά στρίγγλα. Στα ελληνικά απαντάται και ως τζαντή, η και τζαντί, το με την ίδια ακριβώς σημασία. Είναι, εννοείται, πολύ παλιά λέξη.

#4
Khan

Σπεκ!

#5
Nakas

Μαγεία... (και σπεκ, αλλά μου θυμίζει το σπεκ, ένα είδος καπνιστού χοιρινού της Βόρειας Ιταλίας)

#6
jesus

βλ κ σπεκ ;)