Παράξενη και αστεία, έως γελοία εμφάνιση ατόμου, που χρήζει περιφρόνησης. Παρότι προέρχεται από το γνωστό μπουγέλο, η ουσιαστική ετυμολογία βρίσκεται στις γνωστές μπουγελόφατσες, δημοφιλή πλαστικά παιδικά παιχνίδια που εκτοξεύουν μικρές ποσότητες νερού και έχουν εμφάνιση αστείων προσώπων και πραγμάτων.

- Τί να ψηφίσουμε ρε στις εκλογές;
- Εγώ θα ρίξω Προκόπη Παυλόπουλο δαγκωτό. Είναι ο πολιτικός της ελπίδας των νέων.
- Τί λε, ρε μαλέφα; Τέτοιες μπουγελόφατσες στο χωριό μου τις πνίγουμε στο νεροχύτη για να μη χαλάσει η φάρα!

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified