Ποντιακή λέξη. Ο τυφλός. Συνήθως χρησιμοποιείται για κάποιον ο οποίος δεν βλέπει τι γίνεται μπροστά τα μάτια του. Λέγεται κυρίως στην βόρεια Ελλάδα.

Η Μαρία τον δουλεύει και αυτός έχει κιορλεμίαση... Πρέπει να τον φέρουμε στα συγκαλά του, φίλος μας είναι, τον πονάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

βλ. και κιόρος

#2
patsis

Να τι βρήκα κι εγώ εδώ:

kör=
1. blind, δηλαδή τυφλός
2. dull, not sharp.
3. dim (light).
4. blind, dead-end.
5. blind, unaware of what's happening, δηλαδή τυφλός, ανίδεος για αυτά που συμβαίνουν
6. (in expressions) bad, evil; unlucky.

körlemeden = blindly, at random, δηλαδή τυφλά, στην τύχη.

#3
poniroskylo

Ασφαλώς από το kör όπως λέει ο patsis αλλά και ο iwn στο κιόρος. Βλ. επίσης και το λήμμα γκιόρμεντεν, που θα μπορούσε να είναι και κιορμεντέν.

Στα ποντιακά, εξ όσων μπορώ να βρω, τυφλός είναι κιορτς. Πάντως, οι λέξεις αυτές, με τη ρίζα κιορ-, σαφώς και δε χρησιμοποιούνται μόνο στα Ποντιακά. Για παράδειγμα, βρίσκω εδώ ότι υπάρχει στα Θασίτικα και μάλιστα και ως επίρρημα - κιορλεμέ - που σημαίνει άσκοπα, κουτουρού. Όμως, σίγουρα κι εγώ το έχω ακούσει μόνο στη Β. Ελλάδα.