Ποντιακή λέξη. Ο τυφλός. Συνήθως χρησιμοποιείται για κάποιον ο οποίος δεν βλέπει τι γίνεται μπροστά τα μάτια του. Λέγεται κυρίως στην βόρεια Ελλάδα.

Η Μαρία τον δουλεύει και αυτός έχει κιορλεμίαση... Πρέπει να τον φέρουμε στα συγκαλά του, φίλος μας είναι, τον πονάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified