Αυτός που το καυλί του είναι ανάπηρο ψυχικά, που δεν έχει και δεν μπορεί να νοιώσει καύλες, που στερείται της élan vital, ο χαντούμης, ο ξενέραστος, ο μικρόψυχος, ο μίζερος, που διαρκώς κρίνει και γιαλομίζει με υφάκι άπαντες, που παντού βγάζει απωθημένα και «στη χαρά φαλτσάρει».

Δεν περιορίζεται στον άρρενα πληθυσμό.

  1. Και κάτι θεοί που λένε «Κλείσε το blog κλπ». Πόσο καυλανάπηροι; Δηλαδή τι σημαίνει κλείσε το blog; Σβήσε τα κείμενα που ήδη υπάρχουν; Χαχα τι βλάκες. Μου κάνατε τα καμπανέλια full extra.

  2. …Xοχοχο πιστοποιημένος πια. Ακόμα ένας κακομοίρογλου καυλανάπηρος δευτεροτριτοτέταρτος που ασχολείται με την σεξουαλική ζωή των άλλων.

  3. Δυσλεκτικός. Πανταχού απών μάλλον εννοείς είσαι η μεγαλύτερη κόμπια αυτής της εποχής επακόλουθο να με βρίζεις αφού ζήλος σε διακατέχει τελείωσε το τουρ κι φωνάζουν όλοι «κοιτάχτε πώς τρέχει» αδερφίτσες σαν εσένα ποτέ μου δεν φοβήθηκα μπρο είσαι ένα πλάσμα ανίερο κι στα ραπ απογοητευτικό το μόνο που ξέρεις να κάνεις καλά είναι εξύφανση δόλου δλδ χάρις το φρικιό να νικήσεις κι ας έχοντας πει λόγια κώλου καυλανάπηρη αδερφή παράτα το ραπ αυτή τι στιγμή μετά το ψόφιο σου κουπλέ ακολουθεί ΝΕΚΡΙΚΗ ΣΙΓΗ

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified