Προέλευση: Σύντμηση της λέξης «ζελατίνα».

Είναι η ζελατίνα-περιτύλιγμα ενός πακέτου τσιγάρων ή και η φαρμακευτική ζελατίνα που είναι αεροστεγής. Η συντομογραφία αυτή χρησιμοποιείται σε συζητήσεις μεταξύ χρηστών κάνναβης, αλλά και ναρκωτικών. Η ζέλα χρησιμοποιείται για να αποθηκεύει / καβατζώσει ο χρήστης το stuff του.

Πολύ συχνά τη συναντάμε και με το δεύτερο μέρος της κανονικής λέξης, δηλαδή ''τίνα''.

**Υπάρχει και δεύτερος ορισμός γι' αυτή τη λέξη σε κάποιες διαλέκτους και δεν έχει καμία σχέση με τη ζελατίνα. ΜΗΝ τολμήσει κανας μπινές και τον ανεβάσει.*

- Χώρισες τη φούντα;
- Ναι.
- Έχεις καμιά ζέλα να καβατζώσω τη δικιά μου;
- Όχι, πάρε χαρτί από το γραφείο για να το τυλίξεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

βλέπω ότι ορισμένες συνήθειες δεν έχουν αλλάξει παρά τα χρόνια, χαίρομαι!

#2
Vrastaman

Κι όμως, οι φέοι νέοι κοπής σπάνια πλέον έχουν πρόσβαση σε ζέλες, απλούστατα επειδή για λόγους υγείας δεν καπνίζουν (τσιγάρα).

#3
Μιτζνούρ

Ανέβασες το καβατζώνω;
Ανέβασε και τις άλλες ζέλες, αφού υπάρχουν. Υπάρχουν και στραβάδια στο site