Μπορεί να σημαίνει δύο τινά:

  1. Την πρωκτολειχία, το γλειφοκώλι ή γλειφοκωλάδα. Ή, κάπως πιο μεταφορικά, το να κάνεις υπερβολικές φιλοφρονήσεις και χατίρια σε κάποιον με πονηρές σκοπιμότητες.

  2. Κωλογλυφάδα είναι ύβρη για το προάστιο της Γλυφάδας.

Καθώς ο κλασικός ο ανορθόγραφος ο Έλληνας γράφει συχνότατα το γλείφω με ύψιλον σαν το ομόηχο ρήμα που σημαίνει την πράξη του γλύπτη, στην πράξη οι δύο σημασίες διαπλέκονται. Δηλαδή πολλοί επιλέγουν να πουν κωλογλειφάδα αντί για γλειφοκώλι, για να κάνουν χαριτωμενίστικο αστείο με το ομόηχο προάστιο. Ενώ από την άλλη αυτοί που μισούν το προάστιο είτε για ταξικούς ή πολιτιστικούς ή αισθητικούς λόγους, είτε λόγω αθλητικών ομάδων που έχουν εκεί την έδρα τους, επίσης χρησιμοποιούν την λέξη κωλογλυφάδα αφήνοντας υπονοούμενο για πρωκτολειχία.

  1. Και μιας και πιασαμε κωλοσυζητηση
    Υπαρχει σερνικος που να ειναι straight [ουχι σεξυ θεια λολα]
    και να θελει να του κανουν κωλογλυφαδα;;;
    Υπαρχει σερνικος straight που να θελει να του βαζουν κωλοδαχτυλο;
    (Εδώ τα αγωνιώδη ερωτήματα).

  2. Την γυρνάω με βία ανάποδα και επιδίδομαι σε μαραθώνιο κωλογλυφάδας. (Εδώ).

  3. πες μου ρε μαλακα οτι τις παρασκευες τελειωνεις απο την τραπεζα και βγαζεις το κοστουμι και μενεις με τιρκουαζ φωσφοριζε κολαν και θα ρθω για κωλογλυφαδα (παλιοπεριοχη) (Εδώ ο χρήστης μάλλον παίζει και με τις δύο σημασίες).

(από Khan, 10/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Να πούμε για τον Γερμανό μεταφραστή ότι μερικές ενστάσεις που μπορεί να έχει κανείς για το παραλιακό προάστειο της Γλυφάδας στην Αθήνα είναι ότι είναι σχετικά ακριβό άρα πρέπει να είσαι ευκατάστατος για να ζεις εκεί και τα μαγαζιά του είναι συχνά τρέντι/ φλώρικα/ αμερικανοειδή ή με άτεχνη (μη έντεχνη) μουσική.

Το κωλογλυφάδα δίνει δυο-τρεις σελίδες χτυπήματα στον γούγλη. Σε καναδυό όπως στο δεύτερο παράδειγμα παίζουν λολοπαίγνια του στυλ «και μού 'κανε μια κωλογλυφάδα άστα να πάνε, παλιοπροάστειο...»

#2
Vrastaman

Μπορούμε να σκεφτούμε κι άλλα τέτοια διφορούμενα;

Ας κάνω την αρχή:

- Κωλοτούμπα: τόσο το οιονεί άθλημα όσο και το λίκνο του ΜΠΑΟΚ

- Κωλοκαλαμάκι: Ελληνική απόδοση του feltchingαλλά και αναφορά στο νότιο προάστιο

- Κωλοψυχικό: είδος πρωκτικού mercy fuck αλλά και απαξιωτικό άδειασμα του ομώνυμου ψευδοβουπού

#3
Khan

Λολίτα!