Πουτσοσκάμπιλο. Το ράπισμα, σκαμπίλι (χτύπημα) του πέους που δέχεται ο ερωτικός σύντροφος (γυναίκα). Μπορεί να γίνει και πουτσόβελος ή πουτσοβέλος.
Έχει χρησιμοποιηθεί κι από τον ράπερ Tus σε τραγούδια του, π.χ. «Το Έχασα».
Πουτσοσκάμπιλο. Το ράπισμα, σκαμπίλι (χτύπημα) του πέους που δέχεται ο ερωτικός σύντροφος (γυναίκα). Μπορεί να γίνει και πουτσόβελος ή πουτσοβέλος.
Έχει χρησιμοποιηθεί κι από τον ράπερ Tus σε τραγούδια του, π.χ. «Το Έχασα».
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
0 comments