Η ναζιάρα.
συνων. καθαρευουσιάνικο (νεολογισμός) ακίζομαι < ακίς = μύτη βελόνας. Κάποια που κάνει σαν να την τσιμπάνε συνέχεια βελόνες.
Από το αγγίζω.
Όλο κόλπα και κουνήματα είναι... πολύ γκιάξε με Γιάννη, γκιάξε με...
Η ναζιάρα.
συνων. καθαρευουσιάνικο (νεολογισμός) ακίζομαι < ακίς = μύτη βελόνας. Κάποια που κάνει σαν να την τσιμπάνε συνέχεια βελόνες.
Από το αγγίζω.
Όλο κόλπα και κουνήματα είναι... πολύ γκιάξε με Γιάννη, γκιάξε με...
Got a better definition? Add it!
0 comments