Η πίπα. Χρησιμοποιείται όταν ο πεοδότης διηγείται σε φίλο του την επομένη της πεολειχίας, αλλά ψιλοντρέπεται να πει τα πράγματα με το όνομά τους.
Η πίπα. Χρησιμοποιείται όταν ο πεοδότης διηγείται σε φίλο του την επομένη της πεολειχίας, αλλά ψιλοντρέπεται να πει τα πράγματα με το όνομά τους.
Got a better definition? Add it!
5 comments
Μιτζνούρ
Τέλειο! Σκέτη τρέλα! Μόνο η ετοιμογία λείπει, γαμώτο! Αλλά θα το βαθμολογήσω! Ή να περιμένω να δω αντιδράσεις; Και το παράδειγμα, ένα slang.gr από μόνο του: παστάκι, σύρτης, πεωσφόρος, κερνάω πρωτείνη, αερόπιπα... Να είναι αναρτημένα άραγε... ή τα έχουν ο Μπα και ο Τρι; Και τι θα έλεγε άραγε αν δεν ψιλοντρεπόταν; Κι εκείνη... αφού τα είδε που τα είδε όλα... μόνο Σκότι Πίππεν; Δεν κέρασε φραουλίτσα; Μπας και φορούσε ζώνη αγνότητος; Την ακούω να τραγουδάει το κλεμμένο από την Πειραιώτισσα Αθηνά (που το έγραψε βιαστικά γιατί έκανε φασίνα)
Μη νοιάζεσαι για το κρασί
έχω δικό μου αμπέλι
και για γλυκό έχω μετά
καρύδια με το μέλι
Και μη μου κάνεις τον βαρύ
γιατί θ’ αλλάξω γνώμη
και θα φορέσω δια παντός
«αγνότητος» τη ζώνη.
Μιτζνούρ
Ρε, πώς μιλάει ο κόσμος! Κι εγώ... τσιμουδιά! Πού να μάθεις αυτή τη γλώσσα πια!
Khan
Ως Ινδιάνος κάνει και πίπα της ειρήνης.
PUNKELISD
Συκώτι Πίππεν.
HODJAS
+1 πανκελ!