Δοκίμως είναι γαλλιά σημαίνουσα «ρούχο που φοριέται στις μεταβατικές περιόδους ανάμεσα στις εποχές» (δες), δηλαδή που κάνει και για κρύο και για ζέστη.

Σλανγκικώς είναι αυτός που βρίσκεται σε μια γκρίζα in-between ζώνη μεταξύ του άμεμπτου στρέιτ και του κατασταλαγμένου γκέι. Αυτός που δεν είναι ούτε το ουάν χάντρηντ περσέντ αρσενικόου, αλλά ούτε και ο σεσημασμένος γκέουλας. Είναι δηλαδή ο όχι και τόσο φανατικός άντρας, ο ψιλολουγκρίδης. Στους ντεμί σεζόν ανήκουν και οι κατηγορίες στρέι / stray, αγορίτσι, μετρό κ.τ.ό.

Ο τοιούτος λοιδωρείται και από τους στρέιτ, γιατί δεν συντάσσεται με τις επιταγές του καθώς πρέπει ανδρισμού. Την ακούει, όμως, και από τους γκέι, καθώς δεν είναι σαφής η τοποθέτησή του, δεν έχει δηλαδή καταθέσει τα απαραίτητα διαπουστευτήρια, κι έτσι ένας γκέουλας που του την πέφτει κινδυνεύει να μείνει αγάμητος (τουλάχιστον έτσι ερμηνεύω το 1ο παράδειγμα).

Η έκφραση μπορεί, βεβαίως, να αποτελέσει και γενικότερη μεταφορά για καταστάσεις γκρίζες ή χλιαρές, λίγο ζέστη λίγο κρύο.

  1. Πανούλη μου,
    Δίκιο έχει η Καλή Νεράιδα. Σε λίγο καιρό που θα γνωρίσεις άλλα γκέι αγοράκια (πιστοποιημένα, όχι ντεμί-σεζόν), και θα τα κάνετε ΟΛΑ τα δυο σας, τον συγκεκριμένο θα τον ξεχάσεις πιο γρήγορα απ’ ό,τι ξεχνάνε οι πολιτικοί αυτά που μας τάζουν πριν τις εκλογές. (Εδώ).

  2. Οι άντρες δεν υπάρχουν πια κι αυτοί που υπάρχουν ανήκουν σε κατηγορίες ντεμί-σεζόν, όπως τα αγορίτσια. (Από κωστοπουλέ περιοδικό).

  3. Σε μια παρέα που αποτελείται από δεκαπέντε άτομα (τέσσερις γυναίκες, ένας ντεμι σεζόν και δέκα πανέμορφα και πανέξυπνα αγόρια), πόσες πιθανότητες έχεις να κάτσεις δίπλα στον ένα και μοναδικό παντρεμένο παύλα απογοητευμένο από τη ζωή του; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
jesus

νομίζω ότι η χρήση για τον γκεΐζοντα είναι απλά μια ιδιαίτερη περίπτωση.

το λήμμα έλειπε πάντως, κ ο ορισμός σ'στός.

#2
jesus

πχ

(όσο για ξύλο κ αν είναι το πόνημα)

#3
iron

συμπληρώνεται δε και ως εξής: «ντεμί σεζόν και μιζαμπλί».

#4
jesus

ανέβασα σχόλιο στη σελίδα που δίνω πιο πάνω, αλλά μου τό 'φαγε η μαρμάνγκα του μονταρίσματος.