Ανύπαντρος, εργένης, γεροντοπαλίκαρο. Από την τούρκικη λέξη bekâr που έχει την ίδια ακριβώς σημασία. Απ' όσο ξέρω, τη χρησιμοποιούσαν περισσότερο πριν από μερικές δεκαετίες παρά τώρα, και περισσότερο Βορειοελλαδίτες και Μικρασιάτες. Το συναντάμε και ως επώνυμο.

Βλέπε και λέξεις μπακούρης, μπακούρι.

Βλέπε επίσης βικιλεξικό: μπεκιάρης.

Ο Φώντας δεν λέει να νοικοκυρευτεί, πενηντάρισε κι ακόμα μπεκιάρης είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
dryhammer

Στα Αλβανικά (από την ίδια ρίζα προφ.) Beqari - αγαμία (σε πιστοποιητικά κλπ) και beqar το μονόκλινο (!!)

#2
leonpanos

αρβανίτικα μπεκιάρης = ο εργένης