- Εμπορική συναλλαγή (αρχική σημασία).
- Δοσοληψία, πάρε δώσε, σχέση (οποιασδήποτε φύσης, φιλικής, ερωτικής ή άλλης).
- Προβλήματα, μπερδέματα, φασαρία, διαπληκτισμός.
Από το ιταλικό dare-avere, δούναι και λαβείν (πηγή: Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα). Με ανομοίωση του Ρ σε Λ προκύπτει το «νταλαβέρι».
Σχετικό ρήμα: νταραβερίζομαι
- Στη δουλειά μου έχω νταραβέρια με πολλές εταιρείες.
- Δε θέλω καθόλου νταραβέρια μαζί του.
- Έχει νταραβέρια με την αστυνομία.
1 comment
soulto