Σκουπίζω τη σάλτσα από το πιάτο με ψωμί. Αστικό ιδιωματικό της Κρήτης, προφανώς κατάλοιπο ενετικό εκ του pane (ψωμί).

Πανιαρίσματα, αντίστοιχα, αποκαλούνται οι μπουκιές ψωμιού βουτηγμένες στη σάλτσα.

- Ήταν λίγο το φαΐ; Πάνιαρε το πιάτο σου να χορτάσεις!

- Αυτό είναι αδικία! Εσύ να τρως το μεζέ κι εγώ τα πανιαρίσματα...

(από GATZMAN, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Υπέροχο!
Θα μπορούσε επίσης να σημαίνει: Υιοθετώ το λεκτικό και το γενικότερο στυλ της Ανίτας. Ανιτέυω ρε παιδί μου

#2
Vrastaman

Φυσικά, αφού πανιάρει με καρβέλα
(την είπα κι εγώ την παπάρα μου).

#3
GATZMAN

!!!

#4
Μιτζνούρ

Εννοείς ότι η Αννίτα είναι η σάλτσα; Και πού είναι το πιάτο;
Πιάτο, εκ του piato, εκ του plato* είναι κάτι αβαθές, άρα έχει πάτο. Πιάτο άπατο δεν υπάρχει! Το πιάτο πρέπει να έχεο πάτο. Αν δεν έχει πάτο, τότε τι πιάτο είναι; Η Αννίτα δεν έχει πάτο, αν και για μερικούς είναι ο πάτος (ΠΡΟΣΟΧΗ: η λέξη πάτος δεν έχει πάντα την ίδια σημασία! Άλλο 'είναι πάτος' και άλλο 'είναι στον πάτο'). Εκτός αν έχει και κάτι αβαθές. Ξέρει κανείς το αβαθές της Αννίτας;

#5
GATZMAN

χαχαχα

Η γρανίτα (γριά Ανίτα) πάντως ξέχασε τα ήθη και μοιάζει στο Λασήθι. Κάτι κοινό έχουν