Σκουπίζω τη σάλτσα από το πιάτο με ψωμί. Αστικό ιδιωματικό της Κρήτης, προφανώς κατάλοιπο ενετικό εκ του pane (ψωμί).
Πανιαρίσματα, αντίστοιχα, αποκαλούνται οι μπουκιές ψωμιού βουτηγμένες στη σάλτσα.
- Ήταν λίγο το φαΐ; Πάνιαρε το πιάτο σου να χορτάσεις!
- Αυτό είναι αδικία! Εσύ να τρως το μεζέ κι εγώ τα πανιαρίσματα...
5 comments
GATZMAN
Υπέροχο!
Θα μπορούσε επίσης να σημαίνει: Υιοθετώ το λεκτικό και το γενικότερο στυλ της Ανίτας. Ανιτέυω ρε παιδί μου
Vrastaman
Φυσικά, αφού πανιάρει με καρβέλα
(την είπα κι εγώ την παπάρα μου).
GATZMAN
!!!
Μιτζνούρ
Εννοείς ότι η Αννίτα είναι η σάλτσα; Και πού είναι το πιάτο;
Πιάτο, εκ του piato, εκ του plato* είναι κάτι αβαθές, άρα έχει πάτο. Πιάτο άπατο δεν υπάρχει! Το πιάτο πρέπει να έχεο πάτο. Αν δεν έχει πάτο, τότε τι πιάτο είναι; Η Αννίτα δεν έχει πάτο, αν και για μερικούς είναι ο πάτος (ΠΡΟΣΟΧΗ: η λέξη πάτος δεν έχει πάντα την ίδια σημασία! Άλλο 'είναι πάτος' και άλλο 'είναι στον πάτο'). Εκτός αν έχει και κάτι αβαθές. Ξέρει κανείς το αβαθές της Αννίτας;
GATZMAN
χαχαχα
Η γρανίτα (γριά Ανίτα) πάντως ξέχασε τα ήθη και μοιάζει στο Λασήθι. Κάτι κοινό έχουν