Ο σαλεμένος, ο αλαφροΐσκιωτος, ο χαζεμένος, ο τρελός.

Λατρεμένη σούρδικη λέξη, που προφέρεται με τόνο σαρκασμού και άκρατης ειρωνικής διάθεσης.

- Σιγά μην άφηνα τη Σούλα μόνη της στο σπίτι! Αυτή είναι σαλή, μέχρι να επέστρεφα θα ήταν ικανή να το κάψει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
patsis

Η ορθόδοξη εκκλησία τιμά τους «δια Χριστόν Σαλούς», τους τρελούς δηλαδή για χάρη του Χριστού. Ένα περιληπτικό άρθρο εδώ.

Έχοντας αυτό στο νου, ότι δηλαδή η λέξη είναι σχετικά παλιά και (τουλάχιστον κάποτε) δόκιμη, βρήκα μέσω του translatum.gr το εξής από το site Άσπρη Λέξη:

[I]Το ουσιαστικό σάλος χρησιμοποιείται σήμερα συνήθως με τη σημασία: ο ευρύτατος, συνήθως αρνητικός, αντίκτυπος που έχει ένα γεγονός στην κοινή γνώμη (Μ.Τριανταφυλλίδης). Ωστόσο η αρχική έννοια της λέξης είναι: θαλασσοταραχή, έντονη κύμανση της θάλασσας. Η τελευταία - που επιβιώνει στο παράγωγο ρήμα σαλεύω - προδίδει την αρχαία καταγωγή του ουσιαστικού: Σάλος στην αρχαία ελληνική είναι η φουσκοθαλασσιά, το ταρακούνημα της θάλασσας, το σκαμπανέβασμα του πλοίου.

Ωστόσο, όπως μαρτυρούν παλαιότερες χρήσεις της λέξης, ήδη στην αρχαία ελληνική είχε αρχίσει να δηλώνει την ανησυχία, την ταραχή - σημασία που τελικά έγινε η βασική.

Διαφορετική έννοια έχει βέβαια το ουσ. σαλός (= ηλίθιος, τρελός), μεσαιωνική λέξη, που συνδέεται όμως με το ρήμα σαλεύω, που ετυμολογείται από τον αρχαίο σάλον. Έτσι ο σάλος και ο σαλός είναι απρόβλεπτα συγγενείς λέξεις.[/I]