Άτομο υπό την επιρροή μεγάλης ποσότητας χαπιών. Κυρίως αναφέρεται σε χαπάκηδες, αλλά και σε ντοπαρισμένους αθλητές ή και σε ασθενείς.

  1. John Galliano: «Ήμουν πιωμένος και χαπακωμένος! Που να θυμάμαι;» Ο Βρετανός σχεδιαστής μόδας οδηγήθηκε ενώπιον του δικαστηρίου του Παρισιού για να απολογηθεί για τη φραστική επίθεση κατά ξένων σε καφέ της γαλλικής πρωτεύουσας.εδώ
  2. (Ο Usain Bolt) εκτός από χαπακωμένος όπως όλοι άλλωστε, είναι και γελοίος μια γραφική φιγούρα στον κόσμο του στίβου.
    εδώ

Got a better definition? Add it!

Published