Έκφραση-κατάρα που 'λεγαν οι παπούδες μας. Υπονοεί ότι αυτός που την εξακοντίζει επιθυμεί τον θάνατο και μαζί ασθένεια που προκαλεί την τριχόπτωση του υποκειμένου.

Παραλλαγή του μόρα και κασίδα που χρησιμοποιείται ως ανταπάντηση στο «μωρή» και στο «μωρέ». Το νέκρα και κασίδα αντίστοιχα σε «ναι» που σπάει τα νεύρα, ακόμη καλύτερα και σε επαναλαμβανόμενα «ναι» που σπαν' τα νεύρα.

Στη βουλή ψηφίζεται το ειδικό τέλος στα ακίνητα.
Η τηλεόραση μεταδίδει απ' ευθείας:

- Τσουρνόπουλος.
- Ναι.
- Λαμογιόπουλος.
- Ναι.
- Κλεφτοκοτόπουλος.
- Ναι.

Και η γιαγιά μου απ' τον καναπέ:
- Νέκρα και κασίδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
jesus

ρεσιτάλ παραετυμολογίας ο τύπος.

βλ μόρα κ κασίδα

#2
jesus

(που συμφωνεί απολύτως κ με τα όσα λογικά γράφονται κ στον ορισμό)

#3
Khan

Όμως, το μόρα (με όμικρον και όχι με ωμέγα) είναι σίγουρο ότι προέρχεται από σλαβική γλώσσα; Γιατί να μην είναι από λατινογενή γλώσσα και εντέλει από το λατινικό mors= θάνατος; Σε κάθε περίπτωση η ρίζα **smer* από αυτούς που αρέσκονται να ψάχνουν τις κοινές ρίζες των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών θεωρείται ότι έχει δώσει πολλά απότοκα σε διαφορετικές ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως το mors= θάνατος στα λατινικά, και το μοίρα στα ελληνικά (και τα βροτός, αμβροσία, μείρομαι, ειμαρμένη, μέρος, μερίδιο, μερίδα, μόρος), και πιθανόν και σε σλαβικές γλώσσες. Η μοίρα στα ελληνικά έχει διττή σημασία, α) αυτό που τυχαίνει στον καθένα, το μερίδιο του καθενός, εξ ου και η στρατιωτική μοίρα, β) την τελική μοίρα μας, που είναι ο μόρος, ο θάνατος.
Οπότε δεν μου φαίνονται σίγουρα λάθος οι ετυμολογικοί συσχετισμοί που κάνει ο λασκολόγος του μηδιού καθ'εαυτούς, απλώς συνοδεύονται από μια ευφάνταστη ιστορική ανεκδοτολογία που στη συντριπτική πλειοψηφία τα παρόμοια είναι μουφεύματα, ενώ η εξήγηση του ορισμού (= θανατικό και ασθένεια της κεφαλής) είναι εύλογη.

#4
jesus

δεν έχουν και λίγες λατινογενείς λέξεις οι σλαβικές γλώσσες, οπότε λες το ίδιο με τον τριαντάφυλλο.

με τη διαφορά ότι το «μόρα κ κασίδα» ο κόσμος δεν το πήρε απ' τα λατινικά κείμενα, αλλά μάλλον από τους σλάβους, με τη σημασία που του δίνεται. η ετυμολόγηση απ' τ' αρχαία, αν δεν γίνει με τον τρόπο που προτείνεις, δλδ την κοινή ινδοευρωπαϊκή ρίζα, χάνει στην εξήγηση κ γίνεται μία παράταξη από μαλακίες.

άλλο το μόρα < μοίρα που δεν λέει τπτ εκτός απ' την κοινή ρίζα, άλλο το μορα < σλαβ. mora (ενδεχομένοως < μοίρα, ή εν πάσει περιπτώσει να βάλουμε εκεί την κοινή ρίζα). το 2ο εξηγεί, τουλάχιστον λογικοφανώς, το πώς μπήκε η λέξη μόρα στο λεξιλόγιο κ δεν λήγει μηχανιστικά το πρόβλημα της ετυμολογίας, αφήνοντας πεδίον δόξης λαμπρόν στους απανταχού μαλάκες.

κ αυτή η λογοπαιγνιακή μέθοδος ετυμολόγησης νομοτελειακά οδηγεί σε περισσότερα λάθη απ' ό,τι σε σωστά, καθ' ότι δεν έχει κάποια λογική βάση, απλά βασίζεται σε μια διαπίστωση (η οποία μπορεί πανεύκολα να είναι λάθος) κ σε μία προσπάθεια εκ των υστέρων αιτιολόγησης της διαπίστωσης (που αδυνατεί, καθ' ότι αντχόκ, να θέσει υπό αμφισβήτηση την διαπίστωση, παρά μόνο να την δικαιολογήσει). που εν προκειμένω είναι κ οφθαλμοφανώς αποτυχημένη η διαπίστωση, αφού για να εξηγήσει ότι πώς απ' τη στρατιωτική μοίρα κ το κράνος φτάνουμε στην κατάρα θέλει άλλα 10 λεπτά παπαρολογίας. είναι θέμα σύμπτωσης κ όχι μεθόδου ότι εντόπισε όντως τη ρίζα ο τύπος, διότι η εξήγηση είναι απλά ανύπαρκτη.

никто (προφέρεται νjυκτό) στα ρώσσικα σημαίνει κανένας. η προέλευση είναι προφανής, στην αυλή του τσάρου είχαν έλλειψη από μπαλαλαϊκοπαίχτες. υπενθυμίζω ότι η μπαλαλάικα είναι νυκτό έγχορδο όργανο. τυχαίο, δεν νομίζω και τα λοιπά, οπότε έχουμε στα τάκα-τάκα το

никто < νυκτός < νύχι, που ηχητικά ταιριάζει κ καλύτερα από το μόρα με το μοίρα.

νομίζω; ε όχι. παπαριές τέτοιες με το τσουβάλι, νά 'χαμε να λέγαμε κ κούτες να φουμέρναμε. το σχήμα «ξέρω δέκα πράματα κ ανάγω ό,τι υπάρχει κ δεν υπάρχει σε αυτά που ξέρω γιατί αρνούμαι να φανταστώ ότι υπάρχουν κ πράματα που δεν ξέρω» δεν δίνει κ πολλά πράματα.

#5
HODJAS

Κάπου αναφέρει ο Πετρόπουλος την μόρα, που πιάνει τους απελπισμένους κρατουμένους, δηλ. ταραγμένος ύπνος με φριχτούς εφιάλτες και παραμιλητό.

Προσωπικά, έχω ακούσει ως μύθο την αρρώστια της μόρας = προσωρινή αδυναμία άρθρωσης λόγου, συνεπεία τρόμου κατόπιν συνάντησης με στοιχειό (βλ. ήπιε το αμίλητο νερό, ναϊάδες στις κρήνες, κάποιου Αργοναύτη του πήραν τη μιλιά, νεραϊδοπαρμένος/νεραϊδογλειμμένος, Αγγλ. cat ate your tongue, Ιρλ. kiss the Blarney Stone-gift of the gab κλπ).

Υποτίθεται οτι συμβαίνει σε άτομα με ιδιαίτερη ευαισθησία σε μεταφυσικά ερεθίσματα (π.χ. αγγελοκρουσμένος, αλαφροΐσκιωτος κ.α.).

Είναι κοινός σε πολύ κόσμο, ο εφιάλτης κατά τον οποίον ο κοιμισμένος βλέπει σε όνειρο κάτι φοβερό και δεν μπορεί να φωνάξει ή να μιλήσει, πράγμα που έχουν εκμεταλλεύτεί στο έπακρο οι σκηνοθέτες ταινιών τρόμου.

Μπρρρρ...

#6
Vrastaman

Για να ρίξω κι εγώ την μαλακία μου:

κακὸς μόρος, θάνατός τε μόρος τε
(Ιλιάδα)

αἱματηφόρους μόρους (πτώματα)
(Επτά επί Θήβας, Αισχύλος)

#7
Vrastaman

@ Hodj, βλ. και ετυμολογία της λέξης nightmare.

#8
HODJAS

!!!

#9
Vrastaman

#10
Khan

Πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά. Πρέπει να κοιτάξουμε περισσότερο την λέξη μόρα προς την κατεύθυνση που λέει ο Χότζας, δηλ. την δυσκολία άρθρωσης, την βραχνάδα, κάποια δυσκολία με την ομιλία. Την έχω συναντήσει με αυτήν την σημασία και μπορεί και να μην έχει σχέση με την μοίρα/mors, όπως λέω στο πρώτο μου σχόλιο.

Κατά το άλλο μέρος της συζήτησης το πιο θεωρητικό, εγώ δεν πορτοκαλίζω με την έννοια ότι τα έχουν πάρει από εμάς, ή απ' ευθείας ή ως αντιδάνειο. Απλώς υπάρχουν αδιαμφισβήτητες συγγένειες μεταξύ λέξεων διαφορετικών γλωσσών, το οποίο ζήτημα κάποιοι το λύνουν με αναγωγή σε κάποιες υποθετικές κοινές ρίζες. Εν πάση περιπτώσει το δεδομένο είναι η συγγένεια των λέξεων, η οποία βεβαίως αφορά και στις σλαβικές γλώσσες οι οποίες νομίζω ότι έχουν κρατήσει και πιο αρχέγονα στοιχεία.

#11
Khan

Για όσους πάντως επιμένουν λασκολογικά εδώ υπάρχει μια ενδιαφέρουσα σύνδεση της μόρας με το Λίλιθ- Λίλιαν, οπότε από την Λασκοπουλιάδα περνάμε στην Λιλιάδα.

#12
Khan

Y.Γ. 2. Μέσω γούγλη, μπορεί να βρει κανείς διάφορες αναφορές στην μόρα και συσχετισμούς με την ελληνική Μορμώ. Δεν ξέρω πόσο αξιόπιστα είναι όλα αυτά. Κάποιος που το έχει με σλαβικές γλώσσες όπως ο τζήζαντας θα άξιζε να ψάξει, αν είναι δυνατόν, σε κάποιο ετυμολογικό λεξικό σλαβικής γλώσσας, πώς ετυμολογείται η μόρα. Θα είχε ενδιαφέρον. Μέχρι τότε, το πιο ενδιαφέρον είναι το λίνκι του Βράστα που μιλάει για ρίζες *mora και *mer, μάλλον άσχετες με την ρίζα *smer της μοίρας και του θανάτου, αλλά οι οποίες είναι πολύ παλιές και δίνουν παράγωγα και στα βουλγαρικά, πολωνικά, σερβικά, αλλά και το αγγλικό nightmare και το γαλλικό cauchemar.

#13
HODJAS

Χάνκυ, η μόρα ως κομμένη μιλιά (Sprachlosigkeit) έχει σχέση με τον βραχνά (=εφιάλτη), αλλ' όχι ευθέως και με την βραχνάδα της φωνής.

Κατά το ΛΚΝ: [< *βαρχνάς (μεταθ. του [r] για διευκόλυνση της άρθρ.) < μσν. βαρυχνάς (συγκ. του άτ. [i] ) < *βαρυφνάς < *βαρυ-υπνάς `με βαρύ ύπνο΄ (τροπή [pn > fn > xn] και αποβ. του ενός από τα δύο όμοια φων.) < βαρυ- + ύπν(ος) -άς]

#14
jesus

εγώ αυτό που λέω κ μόνον αυτό είναι ότι όταν γράφουμε σε ένα σάιτ η φύση του αντικειμένου του οποίου έχει ως αποτέλεσμα ο μοναδικός έλεγχος της αξιοπιστίας του περιεχομένου του σάιτ να είναι η συνεχώς αποδεικνυόμενη αξιοπιστία των χρηστών του, πρέπει να προσέχουμε.

κ αυτό το πρέπει να προσέχουμε προσωπικά το μεταφράζω σε:
1. δεν ανεβάζω ό,τι μαλακία βρω στο νέτι, χωρίς τουλάχιστον να την παρουσιάζω ως ελεγχόμενη.

  1. εάν βρω κάτι τέτοιο (κ δη από χρήστη που έχει παρελθόν στις παραετυμολογήσεις), θεωρώ υποχρέωσή μου προς την αξιοπιστία αυτών που έχω γράψει εγώ κ άλλοι χρήστες που προσέχουν τι γράφουν να σημάνω από κάτω ότι πρόκειται περί μπαρούφας, ακολουθώντας ει δυνατόν την νέτικετ, αλλά η αξιοπιστία προέχει των καλών τρόπων. στην τελική, δεν έκανα κ καμιά μαγκαϊβεριά, ένα ψάξιμο στην πιο κλασσική αναφορά του σάιτ έκανα, κ θα μπορούσε να μην έχει χρειαστεί καν αυτό.

κ αυτή η καψοκαΐλα έχει απλά να κάνει με την εικόνα που θα δώσουμε στον πιθανό μελετητή ή τον τύπο που ψάχνει απλά κάποιον που να έχει ψάξει την έκφραση. αν θέλουμε να του δώσουμε εικόνα κοινότητας χωρίς κρίση, οκ, το βουλώνω κ είμαστε σχεδόν όλοι κουλάτοι. να υπενθυμίσω όμως πχ ότι, σε κάποιες περιπτώσεις, ευφάνταστες ιστοριούλες μοστράρονται για καιρό ως προέλευση της φράσης/λέξης, μέχρι να φιλοτιμηθεί κάποιος κάτω απ' τα σπεκς κ τα «σωραίος» να πει ότι ο ορισμός έχει κ μια χοντρή μαλακία μέσα.

τα υπόλοιπα που έγραψα είναι απλώς για να δείξω πόσο εύκολο είναι να ξεφουρνίσεις τέτοιου τύπου θεωρίες, σε βαθμό που οι τύποι που το κάνουν στα σοβαρά να είναι εντελώς μπανάλ κ ανάξια αναφοράς άτομα, ακόμα κ για τον χαβαλέ, και ότι ακόμα κ αν προκύπτει στην τελική σχέση μεταξύ της παρατήρησης του τύπου κ της ετυμολογίας της φράσης, αυτό είναι καθαρά περιστασιακό κ τίποτα παραπάνω.

το μόνο αξιόλογο στο βίντεο ήταν τα μπούτια στο βάθος, ό,τι κ αν σημαίνει αυτό.

#15
jesus

για τις σλαβικές γλώσσες έχω μακρύ μέλλον μπροστά μου, αλλά θέλω να το κάνω ρε πστ κ να διούμε.

κ αυτό το «να διούμε» νομίζω κάποτε πρέπει ν' ανέβει.

#16
MXΣ

O tempola, o moles...

#17
Vrastaman

#18
iron

α, το να διούμε το λέω εγώ τα τελευταία 27,5 χρόνια, θέλω κόπυραϊτ από όποιον το αναρτήσει (έλα Χαλικού, για σένα τό 'πα που σ' αρέσουν αυτά).

κατά τ' άλλα σφωνώ με τζίζαντα, χαίρομαι που σας έχω κολλήσει το μικρόβιο του γερμανού μεταφραστή και έχω να πω επ' αυτού το εξής: επειδή δεν είναι δυναμό να ελεγχθούν όλες οι χαριτωμενιές τ. παρετυμολογίες κλπ του σαητός, ούτε και να επιτηρείται η κάθε καινούργια, μήπως να θεσπιζόταν ειδική γραμματοσειρά διακωμώδησης; δηλ. όταν είναι να γράψω την παπαριά μου να την γράφω με συγκεκριμένη γραμματοσειρά; έτσι και θα ξεχωρίζει και εγώ θα συνειδητοποιώ πόσο συχνά γράφω μαλακίες.

δεν ξέρω αν τεχνικά γίνονται τέτοια wordοκόλπα σε έναν ιστότοπο, ούτε αν συμφωνούτε, το συζητάμε.

#19
Vrastaman

Ίσως τότε να ήταν πιο δόκιμο να θεσπιστεί η σχετική γραμματοσειρά για όπου δεν γράφουμε παπαριές :Ρ

#20
Vrastaman

ΥΓ το να διούμε το ακούω συνέχεια από Κωνσταντινοπωλίτες.

#21
Khan

Σωστός Χότζα! Φαίνεται ότι ο βραχνάς και ο βραχνός έχουν διαφορετική ετυμολογία και δεν σημαίνουν το ίδιο πράγμα.

#22
Khan

Ως προς τα μεθοδολογικά, υπάρχουν και περιπτώσεις, όπου πειραματιζόμαστε ειλικρινώς με διάφορες ετυμολογίες, χωρίς διάθεση παπαρολογίας, (καθώς και περιπτώσεις όπου η ετυμολογία είναι αβέβαιη), βλ. λ.χ. θα τραβηχτούμε σαν τα σιντεγκλέρια και γκόμενα. Στην περίπτωση, που γίνεται ένας διάλογος και καταλήγουμε ότι μια ετυμολογία έχει σχετικώς μεγαλύτερη πιθανότητα από τις άλλες θα ήταν καλό με κάποιο τρόπο να επισημαίνεται αυτή η ετυμολόγηση (ή προέλευση της έκφρασης) με κάποιο τρόπο, ώστε να μην αποπροσανατολίζεται ο αναγνώστης μέσα σε ένα τεράστιο υλικό. Λ.χ. στον παρόντα διάλογο, νομίζω ότι για τον γερμανό μεταφραστή τα πιο σημαντικά σχόλια είναι το πρώτο του Χότζα και το λινκ του Βράστα στο nightmare.

#23
iron

στα ρούσικα και στα σλάβικα γενικότερα: мор = επιδημία, πανούκλα, κλπ προέρχεται από το ρήμα мереть = πεθαίνω μαζικά.

Το ρήμα αυτό σχετίζεται με τα ελληνικά…:

Праслав. *merti, *mьrǫ родственно лит. mir̃ti «умирать», mìrštu, miriaũ, лтш. mir̃t, mir̃stu, др.-инд. márati, máratē «умирает», mriyátē – то же, авест. miryeite – то же, лат. morior, morī «умирать», арм. meranim «умираю», греч. ἔμορτεν ̇ ἀπέθανεν (Гесихий), гот. maurÞr «убийство». Сюда же мёртвый, смерть, мор; см. Вальде–Гофм. 2, 112; Траутман, ВSW 186 (где говорится неверно о ст.-слав. оумьрѣти, измьрѣти; ср. Вондрак, Aksl. Gr. 535; Дильс, Aksl. Gr. 106, 251, 253); см. М.–Э. 2, 635; Хюбшман 473; Мейе–Вайан 35.

και όπως βλέπουμε από τους Liddell Scott, υπάρχει ελληνική ρίζα, βλ. λέξη μορτός , ή, όν, = βροτός (q. v.), mortal, Call.Fr.271.

Δείτε και σκαναρισμένο το έντυπο κείμενο του Λ.Σ. το οποίο αναφέρει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, από τα οποία συμπεραίνουμε την μπαχαλώδη πορεία της ρίζας αυτής.

#24
MXΣ

Για τους φίλους μας τους σκύλους υπάρχει και η παραλαγή «μόρβα και κασίδα»

#25
Khan

Ενδιαφέροντα αυτά, και αυτά εννοούσα στο πρώτο μου σχόλιο, και είναι ωραίο που έχουμε και την σλαβική εξέλιξη, αλλά μήπως μπορούμε να βρούμε κάτι σχετικά με αυτό που γράφει το λίνκι στο οποίο παραπέμπει ο Βράστα, δηλ. αυτό; Όπου μεταξύ άλλων λέει Bulg., Serb., Pol. mora «incubus.

#26
Khan

Παρεμπιπτόντως, πάντως, είναι σημαντικό και το ότι το Λ.Σ. διακρίνει μεταξύ αφενός μορτός, βροτός, αμβροσία και αφετέρου μείρομαι, μόρος, και δεν τα θεωρεί σχετιζόμενα. Ο Μπάμπης αντιθέτως τα θεωρεί ομόρριζα.

#27
iron

χμ, δεν βρήκα το παραμικρό, δηλ. δεν υπάρχει στα λεξικά η λέξη αυτή. Μόνο мор.

#28
iron

πάντως, εδώ που τα λέμε, ακόμα και στις σοβαρότερες προσπάθειές μας εδώ μέσα, δεν είμαστε σε θέση να δώσουμε ετυμολογία καθότι ουδείς του κλάδου. Απλώς το παλεύουμε.

#29
joe909

Ερασιτέχνες γλωσσολόγοι. Είναι το χόμπι μας. Πειράζει;

#30
iron

α όχι, καθόλου, όλα κι όλα!

#31
allivegp

@Κχαν: ο-μορ-ριζα;

#32
joe909

Τέσπα, κάλλιο ζωντανός και κασιδιάρης παρά νεκρός και μαλλιαρός. Μετά τη νέκρα δηλαδή, ποιος νοιάζεται για την κασίδα;

#33
iron

δείτε και εδώ ένα σχετικό σεντόνι.

#34
Pirate Jenny

Πάντως, από μυθολογικής άποψης, η Μορμώ δεν έχει καμία σχέση με τη Μόρα. Η Μορμώ είναι ένας μπαμπούλας για να τρομάζουν τα παιδάκια και να τρώνε όλο τους το φαΐ (αλλιώς θα τα φάει εκείνη). Η Μόρα είναι (σ)βραχνάς, πάει και σου κάθεται στο στήθος εκεί που κοιμάσαι και δε σ' αφήνει να πάρεις ανάσα. Μην τα κάνουμε όλα ίσιωμα. :Ρ

Λοιπόν, κάτι χρόνια πριν, εκεί που καθόμασταν και τα λέγαμε με έναν Κούρδο εκ Συρίας, μας πετάει στο ξεκάρφωτο «ξέρετε τι είναι djinn;» «Εμμμ, πνεύμα;», λέμε εμείς. Αμ μπράβο, λέει αυτός, και μας διηγείται μια φανταστική ιστορία. Όπου ο αδερφός του (αγρότης στην πατρίδα) ερωτοχτυπήθηκε κι άρχισε να μαραζώνει και να λιώνει, πλην όμως αυτή που τον μάγεψε ήταν djinn, όχι άνθρωπος. Και τις νύχτες τον πλάκωνε ένα βάρος, και δεν μπορούσε ν' ανασάνει, μπορούσε όμως να του σηκώνεται και να κάνει σεξ with thin air! Μέχρι που η μάνα τους πήγε κι έφερε έναν εξορκιστή κάποιου είδους, που έλυσε τα μάγια κι έσωσε το παλικάρι, αλλιώς θα τον κλαίγαμε.

Δηλαδή, το απολύτως αντίστοιχο της succubus των Ρωμαίων στη Συρία σήμερα. Όπου succubus = βραχνάς+σεξ. Ή, αν είστε πάρα πολύ πεζοί άνθρωποι σαν εμένα, sleep paralysis + ονειρώξεις. (Αυτό το λινκ έχει τρελό υλικό για το φολκλορικό του πράγματος, από κάθε γωνιά της γης).

Υ.Γ. Άμα κάποιος ξέρει αν έχει και η Μόρα σεξουαλικές προεκτάσεις ή όχι, να μας το πει να πάθουμε μόρφωση. Εγώ εν κατέω.