Η πληθωρική γυναίκα, η προικισμένη από τη φύση, η γυναίκα που έχει «πλούσια τα ελέη». Παραπέμπει στο ξενικό (αργκό) boob -εξ'ου και boob-ou (βλέπε επίσης και μπουμπόνια ελληνιστί).

- Κοίτα μια μπουμπού!!
- Πω!!!! Κάβλωσα!!!

(από greeklover, 12/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Ορθώς έγραψες παραπέμπει στο αγγλικό boob= βυζί, και όχι προέρχεται, γιατί δεν προέρχεται από αυτό, αλλά απλώς τυχαίνει να το θυμίζει, και εκ των υστέρων ο συσχετισμός είναι εύκολος.

#2
greeklover

βρε ξερω εγω τι λεω!