Ντίρλα, στουπί στο μεθύσι, λιώμα, λιάρδα, ίσα με το χώμα. Διαλεκτική χρήση, μόνο στην Κρήτη θα ακούσετε αυτή τη λέξη. Ακόμη ένα δημοφιλές κρητικής προέλευσης αργκοσύνθετο με το πρόθημα «ολο-» είναι και το ολοψόφιστος.

Βλέπε και σχετικό λήμμα για ολομέθυστος στο τρανσλάτουμ.

Ρε σεις τούτος δω είναι ολομέθυστος, πάρτε του το κουμπούρι πριν αρχίσει τσι μπαλοθιές και φάει κανένα κοπέλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified