Ταλαιπωρώ αφάνταστα, φέρνω σε άθλια κατάσταση, καταφέρω ισχυρό πλήγμα. Συνηθέστερα, πλακώνω κάποιον στο ξύλο.
Συντάσσεται με γενική:
«μου άλλαξαν τον αδόξαστο»
«του αλλάξαμε τον αδόξαστο»
Συναφή: αλλάζω τα φώτα, αλλάζω τα πετρέλαια, κ.τ.ό.
Μας άλλαξε τον αδόξαστο αυτό το μεσοπρόθεσμο, γαμώ το ΔΝΤ τους μέσα!
3 comments
aoratimelani
Παίδες, κάποια πατάτα έκανα και οι σύνδεσμοι προς άλλα λήμματα βγήκαν μπουρδουκλωμένοι. Μπορώ να επεξεργαστώ τον ορισμό μου ξανά ή όχι; Αν όχι, ας το φτιάξει κάποιος πληζ.
Khan
Το εξηγεί ο Σαραντάκος εδώ. Αδόξαστος είναι ο διάβολος, που δεν δοξάζεται. Όταν κάποιος μας αλλάζει τον αδόξαστο, σημαίνει ότι αφού πρώτα μας έχει αλλάξει την πίστη, μας έχει αλλάξει τον Χριστό, μας έχει αλλάξει την Παναγία, εντέλει κατά συνέπεια μας αλλάζει και τον διάβολο (το θρησκευτικό σύστημα πάει όλο μαζί πακέτο). Βέβαια οι μονοθεϊστικές θρησκείες έχουν τον ίδιο διάβολο, οπότε θεωρητικώς μπορεί κάποιος να σου αλλάξει την πίστη, χωρίς κατ' ανάγκη να σου αλλάξει τον αδόξαστο, αλλά αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Ο Σαράντ παραθέτει και την επίκαιρη έκφραση «μου φορολογούνε τον αδόξαστο».
Galadriel
Εξαιρετικό λήμμα απορώ που δεν υπήρχε κλπ.