Oματιά, ματιά, οματέ, αμαθιά, αματιά: Κομμάτι από παχύ έντερο χοίρου παραγεμισμένο με κιμά, σταφίδες και μπαχαρικά.
Στην ανατολική Κρήτη λέγεται αμαθιά ή αματιά, και στη δυτική Κρήτη οματιά ή ματιά.
Στο Λεξικό του Ιδιώματος της Δυτικής Κρήτης ο Α. Ξανθινάκης το ετοιμολογεί από το αρχαίο αιματία = ζωμός από αίμα, ο μέλας ζωμός των Σπαρτιατών.
-Άφηκές μου μωρέ ένα κομμάτι οματέ;
2 comments
MXΣ
Mατιές εις τα Σέρρας...
mafie
Οματιά, ματιά, οματέ, αμαθιά ή αματιά, όπως και να το πεις, ένα γευστικό αίσχος είναι που μέχρι να καταπιείς, εύχεσαι να πεθάνεις για να λήξει το μαρτύριό σου.