Oματιά, ματιά, οματέ, αμαθιά, αματιά: Κομμάτι από παχύ έντερο χοίρου παραγεμισμένο με κιμά, σταφίδες και μπαχαρικά.

Στην ανατολική Κρήτη λέγεται αμαθιά ή αματιά, και στη δυτική Κρήτη οματιά ή ματιά.

Στο Λεξικό του Ιδιώματος της Δυτικής Κρήτης ο Α. Ξανθινάκης το ετοιμολογεί από το αρχαίο αιματία = ζωμός από αίμα, ο μέλας ζωμός των Σπαρτιατών.

-Άφηκές μου μωρέ ένα κομμάτι οματέ;

οματέ (από nikolaosvlas, 09/10/11)αματέ (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified