Από τις λέξεις καμαρώνω + καυλί: λέγεται για εκείνους που καμαρώνουν για το πέος τους και τα κατορθώματα τους, αλλά επίσης χρησιμοποιείται και από γυναίκες που σχολιάζουν το πέος ενός που περνάει από μπροστά τους ή οτιδήποτε.
- Αχ αχ κοίτα αυτόν!
- Αχ αχ πού, πού;;
- Α, αυτον τον καμαροκαύλη λές;
- Ναι, όντως πετάγεται πολύ από το τζίν-φόρμα
1 comment
iron
πριν διαβάσω τον ορισμό νόμιζα ότι πρόκειται για τον τόσο στραβοψώλη που κάνει πια καμάρα το πουλί του.