Τρομάζω, τινάζομαι απότομα (λέγεται κυρίως για ζώα).

Το άλογο είδε την κουμπίνα στη στροφή και πρόγκηξε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Galadriel

Έχει και την έννοια του μπριζώνω, «μη με προγκάς ρε πούστη μου την ώρα που πα να ηρεμήσω, θα τα διαλύσω όλα εδώ μέσα με τους μαλάκες» σε φάση.