προγκάω = διώχνω, ξαφνιάζω, φοβίζω, τρομάζω.
πρόγκα = κάτι που σε φοβίζει.
Το γαϊδούρι πρόγκηξε από το δυνατό θόρυβο = το γαϊδούρι τρόμαξε από το δυνατό θόρυβο.
Η μύτη της μας πρόγκηξε = η μύτη της μας φόβισε.
Έχει μια μύτη πρόγκα = έχει μια μύτη άσχημη που σε φοβίζει.