Σύνολο προσώπων που προσέρχονται με σπουδή. Από το μεσαιωνικό ουσ. αλλάγιον = μοίρα στρατού για την αλλαγή φρουράς (μαλλάι: αναδίπλωση συλλαβής με μ)
πηγή : Τομπαΐδης -Συμεωνίδης Συμπλήρωμα Ιστορικού Λεξικού Ποντιακής ΔιαλέκτουΣπουδή άνευ λόγου
πηγή : η γιαγιά μου
- Κουβαλήθηκε στο γάμο η σάρα και η μάρα, όλο το αλλάι-μαλλάι.
- Έναν λόγον είπα σε και συ αλλάι-μαλλάι εχολιάστες (θύμωσες).
1 comment
iron
ωραίο!