Η δόση κόκας ή ετέρας εισπνεομένης ναρκωτικής σκόνης, επιμελώς τεμαχισμένη με ξυραφάκι, σουγιαδάκι ή πιστωτική κάρτα και ευθυγραμμισμένη, επί καθρέπτου ή άλλης λείας επιφανείας, έτοιμη προς εισπνοή δια κολλαριστού χαρτονομίσματος ή ειδικού καλάμου, το ένα άκρο του οποίου τοποθετείται εις τον ρώθωνα και το άλλο σύρεται επί της κόνεως, ενώ ο χρήστης παίρνει βαθιά εισπνοή, αποφράσσοντας ταυτοχρόνως δια του δακτύλου τον έτερο ρώθωνα. Συνεκδοχικά η δόση σκέτο.

- Άντε, θα φύγουμε; Περιμένουν τα κορίτσια. - Κάτσε να πιούμε καμιά γραμμή ακόμα και φύγαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
allivegp

Από τα Αθλητικά Νέα της Κingston:
«Ο φιλικός ποδοσφαιρικός αγών Τζαμάικα-Κολομβία διεκόπη στο 5ο λεπτό επειδή οι Τζαμαϊκανοί κάπνιζαν το χόρτο και οι Κολομβιανοί σνιφάριζαν τις γραμμές.»