Έκφραση που δηλώνει ότι κάτι είναι προφανές, πασίδηλο, εμφατικό. Κάτι που δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε, κάτι που ακόμη και οι τυφλοί το βλέπουν.

Επίσης, σημαίνει ότι κάποιος πετάει σπίθες, κάνει εκπληκτικά πράγματα, κυριολεκτικά αγγέλους και παπάδες.

- Καλά, πάλι κατάπιε το στραγάλι ο αρχιδόπουστας; Το μπέναλ έβγαζε μάτια!

- Μιραλάς με Πάντελιτς στην επίθεση του Θρύλου, βγάζουν μάτια στα τελευταία ματς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
allivegp

Το «κυριολεκτικά» στην τελευταία σειρά του ορισμού, χρησιμοποιείται ως ακυρολογία.

#2
allivegp

Και φυσικά το λήμμα είναι διαφορετικό από το πετάω (ή βγάζω) τα μάτια (έξω).

#3
GATZMAN

Γίγαντας !