Έκφραση που δηλώνει ότι κάτι είναι προφανές, πασίδηλο, εμφατικό. Κάτι που δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε, κάτι που ακόμη και οι τυφλοί το βλέπουν.
Επίσης, σημαίνει ότι κάποιος πετάει σπίθες, κάνει εκπληκτικά πράγματα, κυριολεκτικά αγγέλους και παπάδες.
- Καλά, πάλι κατάπιε το στραγάλι ο αρχιδόπουστας; Το μπέναλ έβγαζε μάτια!
- Μιραλάς με Πάντελιτς στην επίθεση του Θρύλου, βγάζουν μάτια στα τελευταία ματς.
3 comments
allivegp
Το «κυριολεκτικά» στην τελευταία σειρά του ορισμού, χρησιμοποιείται ως ακυρολογία.
allivegp
Και φυσικά το λήμμα είναι διαφορετικό από το πετάω (ή βγάζω) τα μάτια (έξω).
GATZMAN
Γίγαντας !