Το μικρό, συνήθως, περιφερειακό αντικείμενο. Εναλλακτικά, το όμορφο αντικείμενο - το μπιμπελό.
- Κατάφερα να συναρμολογήσω το έπιπλο από το Ικέα, αλλά γμτ μου περισσέψανε μερικές βίδες και κάτι άλλα τζίτζιλι-μίτζιλι!
- Πήρα ένα παπάκι, ρε φίλε, πανέμορφο και ατρακάριστο! Σου λέω τζιτζιλί το εργαλείο...
4 comments
Pirate Jenny
Χα, καλό δεν το 'χα.
Με την πρώτη ερμηνεία, εγώ ξέρω το πολίτκο «τα τζάντζαλα-μάντζαλα». (Η προφορά παίζει, ακουγεται πότε με ν πότε χωρίς, πότε τσ πότε τζ, μπέρδεμα.)
Παίζει κι ένας παιδικός γλωσσοδέτης «ο τζίτζιρας, ο μίτζιρας, ο τζιτζιμιτζιχόντζιρας, ανέβηκε στη τζιτζιριά, στη μιτζιριά, στη τζιτζιμιτζιχοντζιριά».
vikar
Ωραίος ο Βάγκ. Εγώ το ξέρω τονισμένο τζίντζιλι-μίτζιλι.
Για το σχόλιο της Πειρατίνας, έχουμε ήδη στο σάιτ τα τσάντζαλα μάντζαλα, τα ντάγκαρα, και τα ζλάνγκαρα μάνγκαρα.
deinosavros
Να φάει τα τζίτζιρα, τα μίτζιρα τα τζιτζιμιτζιχόντζιρα.
Μη μας πάρει πρέφα ο Χό(ν)τζας για θα γίνει της παλαβής η κρεβατοκάμαρα εδώ μέσα.
Kraou
Εναλλακτικά, τζιτζιλομίτζιλα.