Κρητική λέξη, προερχόμενη -προφ- από το χαλικούτης, χαλικουτίζω, η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μέρος που είναι τρομερά ακατάστατο ή/ και βρώμικο, και συνήθως κατοικείται από πολλούς. Προφέρεται με υποτιμητική διάθεση.
-Θα 'ρθείς στου Σήφη το βράδυ;
-Είντα λες μπρε, κουζουλός 'σαι; Εκειά μέσα είν' χαλικουταριό! Ούτε να μπεις δε χωρείς!
3 comments
Vrastaman
Χα!
mafie
Δε μου έδωσε τα λεφτά που του ζήτησα, ώστε να μην τον ανεβάσω, νομίζοντας πως θα κώλωνα τελευταία στιγμή, αλλά ιδού! :Ρ
Khan
Καραλώλ! Αυτοαναφορικώς, τα στέκια που συχνάζει ο Χαλικούτης;