1. O μουσικός πνευστού οργάνου.

  2. Μεταφορικά εκείνος/η που του/της αρέσει να επιδίδεται σε στοματικό σεξ με περίτεχνο τρόπο, θυμίζοντας πραγματικά έμπειρο μουσικό πνευστού φιλαρμονικής. Συνήθως δεξιοτέχνης στην πίπα.

- Θα σου κάνω μια πίπα που θα σου μείνει αξέχαστη!
- Άντε ρε παλιόπουστα, κλαρινοπαίχτη! Θα 'θελες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified