Χαρακτηρισμός ανθρώπων που συχνάζουν σε κωλόμπαρα ή/και σεργιανίζουν τη νύχτα, καταφεύγοντας στον αγοραίο έρωτα. Χρησιμοποιείται και υποτιμητικά για ανθρώπους γλοιώδεις που δε συμπαθούμε.
Τον ξέρεις το Μάκη; Μεγάλος κωλομπαράς. Όλα τα λεφτά του εκεί τα τρώει.
3 comments
Vrastaman
Έτσι το ήξερα, μπορεί να χρησιμοποιείται και με την έννοια αυτή αν και υποψιάζομαι ότι πρόκειται για παρερμηνεία όπως αυτό.
Δημητράκης(Μητσάκος)
Σχετικό στιχούργημα παλαιάς κυκλοφορίας: Πούστης τον πούστη αγαπά πουτάνα την πουτάνα κι'ο Γιώργης ο κωλομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα...
Khan
Βλ. πούστης τον πούστη αγαπά, πουτάνα την πουτάνα, κι ο Μήτσος ο κολομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα. Το όνομα διαφέρει.