Χαρακτηρισμός ανθρώπων που συχνάζουν σε κωλόμπαρα ή/και σεργιανίζουν τη νύχτα, καταφεύγοντας στον αγοραίο έρωτα. Χρησιμοποιείται και υποτιμητικά για ανθρώπους γλοιώδεις που δε συμπαθούμε.

Τον ξέρεις το Μάκη; Μεγάλος κωλομπαράς. Όλα τα λεφτά του εκεί τα τρώει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

Έτσι το ήξερα, μπορεί να χρησιμοποιείται και με την έννοια αυτή αν και υποψιάζομαι ότι πρόκειται για παρερμηνεία όπως αυτό.

#2
Δημητράκης(Μητσάκος)

Σχετικό στιχούργημα παλαιάς κυκλοφορίας: Πούστης τον πούστη αγαπά πουτάνα την πουτάνα κι'ο Γιώργης ο κωλομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα...