Τσάχαλα: σκουπίδια («Κερκυραϊκές λέξεις»). Mικρά σκουπιδάκια, πετραδάκια, ξυλάκια μέσα στα όσπρια, που πρέπει να τα καθαρίζουμε προσεκτικά πριν τα ψήσουμε («Κρητικό λεξικό»).
Μεταφορικά σαν βρισιά: Τον έκανε τσάχαλο, τον έκανε σκουπίδι.
Τσάχαλα: σκουπίδια («Κερκυραϊκές λέξεις»). Mικρά σκουπιδάκια, πετραδάκια, ξυλάκια μέσα στα όσπρια, που πρέπει να τα καθαρίζουμε προσεκτικά πριν τα ψήσουμε («Κρητικό λεξικό»).
Μεταφορικά σαν βρισιά: Τον έκανε τσάχαλο, τον έκανε σκουπίδι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
0 comments