Υποτίθεται οι άγριοι, απολίτιστοι. Το κίνημα των Μάου Μάου γεννήθηκε το 1944 στα υψίπεδα της Κένυας κυρίως από μέλη της φυλής Κικούγιου, αλλά και των φυλών Εμπου και Μέρου, που είχαν χάσει τη γη τους από τους βρετανούς αποίκους. Εδώ.

Για το κίνημα των Μάου Μάου η δυτική προπαγάνδα ανέπτυξε αχαλίνωτη παραφιλολογία, ότι ήταν οι τρομοκράτες της εποχής, οι άγριοι, σφαγείς κτλ.

Έλειπε του σάητος.

Καθηγητές (μέσης εκπαίδευσης,) συζητούν για τα προβλήματα της δουλειάς τους:
- Άστα... σήμερα έχω την τάξη με τους μάου-μάου (τρίτη λυκείου, ένα τμήμα με αναιδείς φασαριόζους), δεν ξέρω τι να κάνω με αυτούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσάχαλα: σκουπίδια («Κερκυραϊκές λέξεις»). Mικρά σκουπιδάκια, πετραδάκια, ξυλάκια μέσα στα όσπρια, που πρέπει να τα καθαρίζουμε προσεκτικά πριν τα ψήσουμε («Κρητικό λεξικό»).

Μεταφορικά σαν βρισιά: Τον έκανε τσάχαλο, τον έκανε σκουπίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε φόρουμ στο νέτι, κάποιοι που συζητούν και εκφράζουν τις απόψεις τους, χρησιμοποιούν μια περίεργη φρασεολογία, εξ ου και ο «ξυσαρχίδογλου», το οποίο δεν είναι δόκιμο, αλλά σλανγκ.

Αυτό το έλλειμμα πως θα το καλύψει το κράτος; μέσω της φορολογίας, άρα το κράτος θα φορολογήσει τον ιδιώτη, την επιχείρηση κτλ για να καλύψει τα σπασμένα από τον κάθε ενα που παίρνει 1600 για να παράγει 100. Άρα ο ιδιώτης, η μικρή, η μεγάλη επιχείρηση κτλ θα πληρώσει παραπάνω φόρο για τον κύριο «Ξυσαρχίδογλου». Για να τον πληρώσει αυτό το φόρο η επιχείρηση, τι θα κάνει; Θα χρειαστεί να κόψει έξοδα. Δηλαδή λιγότεροι εργαζόμενοι. Σε γενικές γραμμές όλα αυτά...

Δες και: -ίδης, -ογλου, -όπουλος, χατζη-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μουαρέ δεν έχει να κάνει με το «μου αρέσει», αν και χρησιμοποιείται στη γλώσσα των νέων από όσο ξέρω. Είναι παλιά αργκό έκφραση, και χρησιμοποιείται για κάποιον που δε ξηγιέται ωραία, δεν συνεργάζεται σωστά πχ στον εργασιακό μας χώρο, κυρίως σε τυπογραφία (γραφικές τέχνες).

Εδώ να εξηγήσω γιατί κυρίως χρησιμοποιείται από τυπογράφους και γενικά ανθρώπους του κλάδου. Η λέξη μουαρέ πραγματικά σημαίνει το ανεπιθύμητο σχέδιο που βγαίνει όταν δεν συμπίπτουν οι μοίρες στο ράστερ δυο φιλμς. Το μουαρέ σχηματίζεται είτε λόγω εκτύπωσης με ελαφρά μετατόπιση δύο τουλάχιστον χρωμάτων, είτε λόγω χρήσης κακής γωνίας η μεγέθους του ράστερ των φιλμ.

Στελλάκη κάνεις μουαρέ, να πούμε.

(από Khan, 06/10/12)μουαρέ (από horeutakis, 06/10/12)

βλ. και κάνω νερά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified