Γυμνός, ελαφρά ντυμένος, στα Ηπειρώτικα. Πιθανότατα σλαβικής προέλευσης λέξη.

Πού πας ωρέ έτσι ζάρκος έξω; Σε λίγου θα ριξ' χιόν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
HODJAS

Στα Ιόνια ζόρκος (γυμνός, ξεβράκωτος) < ξεζορκιάζομαι, ξεζορκιασμένος-η.

#2
Khan

Το έψαξα λἰγο στο Νέτι, δεν βρήκα τίποτα που να λύνει την ετυμολογία, εδώ λέει αγνώστου ετύμου, ίσως σχετικό με το σάρκα, που μου φαίνεται λίγο πορτοκαλί.

#3
Khan

Για το σερβοκροατικό όνομα Zarko βρήκα αυτό, μἀλλον δεν έχει να κάνει (;).

#4
deinosavros

(Πάντους είνι ζόρ'κο να σι ξιβράκουτος σν παγουνιά)

#5
Khan

Περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου Λέξεις που Χάνονται (2011) (το θυμόμουν, αλλά δεν το είχα πρόχειρο), ευτυχώς το έβαλε και στο ιστολόι σήμερα. Άγνωστη η ετυμολογία, αλλά πολύ ενδιαφέρουσες οι χρήσεις, λ.χ. για τον γυμνό από φτώχεια, για το γυμνό από βλάστηση βουνό κ.ά.