Στη φράση τα χαλάω με κάποιον: παύω τη σχέση μου (ερωτική, επαγγελματική) με κάποιον. Αντώνυμο: τα φτιάχνω.
Στεναχωρώ. Ειδικότερα στην παθητική φωνή, χαλιέμαι: επηρεάζομαι αρνητικά απο ποτό/ουσίες. Δες και δεν σε χάλασε (καθόλου).
Σκοτώνω (αργκό που μαθαίνουμε από παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο).
1.- Καλά ρε μαλάκα, τα χάλασες με την Πιπίτσα;
- Ε δεν πήγαινε άλλο με το μπίρι-μπίρι της. Σαν να τά 'χα με τη θειά μου ήταν.
4 comments
jesus
κυρίως, όμως, στον επικό διάλογο
-Θα σε χαλάσω, Τάσο Λέπουρα
-Δε σε φοβάμαι, Λιάκο Μπουρνόβα!
poniroskylo
jesus, με χάλασες. Μιλάμε για το ίδιο πράμα;
jesus
έλα μωρέ μη χαλιέσαι;Ρ
δεν θυμάμαι ποια είναι η ταινία, μόνο τον διάλογο. αν το λες, σ'εμπιστεύομαι
Galadriel
«Το γέλιο βγήκε απ' τον παράδεισο», νομίζω;