Το βρέχω (το μουνάκι ή το κωλαράκι) σημαίνει το χύνω.
- Ρε συ, τι πούστρα είναι ο Λάκης στη ρεσεψιόν;
- Πολύ σούπερ, τον έχω βρέξει, όλα τα λεφτά.Βγαίνω με μια καινούργια γκόμενα και την έχω δαγκώσει!
- Σιγά ρε, την έχεις βρέξει φαντάζομαι!
Το βρέχω (το μουνάκι ή το κωλαράκι) σημαίνει το χύνω.
- Ρε συ, τι πούστρα είναι ο Λάκης στη ρεσεψιόν;
- Πολύ σούπερ, τον έχω βρέξει, όλα τα λεφτά.
Βγαίνω με μια καινούργια γκόμενα και την έχω δαγκώσει!
- Σιγά ρε, την έχεις βρέξει φαντάζομαι!
Got a better definition? Add it!
2 comments
vikar
Η έκφραση εδώ είναι το βρέχω (σε κάποιον) ή βρέχω (κάποιον);... (Άλλο γράφει ο ορισμός, άλλο δείχνουν τα παραδείγματα.)
Σε κάθε περίπτωση, διαφορετικό λήμμα απ' αυτό.
iron
εχμ... ο άθρωπας είχε το λήμμα ως «το βρέχω» ,αλλά εγώ έβγαλα το το, γιατί μου φάνηκε ότι το παράδειγμα εννοεί σκέτο «βρέχω», αλλά δεν πρόσεξα τον ορισμό, άρα ναι, και πάλι ο συγγραφεύς του λημμάτου καλείται να μας διαφωτίσει.