Το βρέχω (το μουνάκι ή το κωλαράκι) σημαίνει το χύνω.

  1. - Ρε συ, τι πούστρα είναι ο Λάκης στη ρεσεψιόν;
    - Πολύ σούπερ, τον έχω βρέξει, όλα τα λεφτά.

  2. Βγαίνω με μια καινούργια γκόμενα και την έχω δαγκώσει!
    - Σιγά ρε, την έχεις βρέξει φαντάζομαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Η έκφραση εδώ είναι το βρέχω (σε κάποιον) ή βρέχω (κάποιον);... (Άλλο γράφει ο ορισμός, άλλο δείχνουν τα παραδείγματα.)

Σε κάθε περίπτωση, διαφορετικό λήμμα απ' αυτό.

#2
iron

εχμ... ο άθρωπας είχε το λήμμα ως «το βρέχω» ,αλλά εγώ έβγαλα το το, γιατί μου φάνηκε ότι το παράδειγμα εννοεί σκέτο «βρέχω», αλλά δεν πρόσεξα τον ορισμό, άρα ναι, και πάλι ο συγγραφεύς του λημμάτου καλείται να μας διαφωτίσει.