Η γόμα, η κόλλα, από δέντρα όπως η μυγδαλιά.

Αυτή η μαϊμού είχε πολλή πλάκα, ανέβαινε σαν αγέρας πάνω στα δέντρα, για να βρει να φάει κανά γλυκό κομμίδι, είτε μέλι μέσα στις κουφάλες των δέντρων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

πού το λένε αυτό; και ετυμό, καμιά ιδέα; από τα ιταλιάνικα; πχ gomma, γκόμα, κόμα, κομίδι;

#2
jesus

απ' το κόμμι.