Το άθυρμα, από το ρήμα αθύρω, παίζω. Η λέξη χρησιμοποιείται για το μαραφέτι (αντικείμενο) που παίζεται το παιχνίδι.
Γιαννιώτικο ιδίωμα.
Το άθυρμα, από το ρήμα αθύρω, παίζω. Η λέξη χρησιμοποιείται για το μαραφέτι (αντικείμενο) που παίζεται το παιχνίδι.
Γιαννιώτικο ιδίωμα.
Got a better definition? Add it!
2 comments
vikar
Το άθυρμα όκέι, απ' το αθύρω, αλλα το χαρπατσούκουλο;...
profesor
ok φίλος, ψαξτο λίγο στη γιαννιώτικη ντοπιολαλιά.
Πάντως το λήμμα τα σπάει, είναι αστεία, περίεργη, δυσνόητη, και άγνωστη λέξη, έτσι για να μαθαίνουμε χαχα