Παράδειγμα εδώ
Μαστίγιο από ξεραμένο πέος βοδιού. Για να πονάει περισσότερο την βάζουν στο νερό. Ωρέ βρεμέν βοϊδόπτσα πους χρειάζιτι! Να σι πιακου με μια βοϊδόππτσα, νασαλλάξς τα φώτα.
Παράδειγμα εδώ
Μαστίγιο από ξεραμένο πέος βοδιού. Για να πονάει περισσότερο την βάζουν στο νερό. Ωρέ βρεμέν βοϊδόπτσα πους χρειάζιτι! Να σι πιακου με μια βοϊδόππτσα, νασαλλάξς τα φώτα.
Got a better definition? Add it!
Published
Η αρτινιά, σύμφωνα με τις γιαννιώτισσες, κυρίως.
Για ποιον λόγο; Έχει χαθεί στην παράδοση. Προσώπικλυ θεωρώ πως οι αρτινιές μάλλον είχαν πιο προκλητικό κώλο σε σύγκριση με τις γιαννιώτισσες, άρα έπρεπε να υποτιμηθεί η ανωτερότητα αυτή. Γιατί έτσι.
Κλόπυραϊτ από τον φίλο Δρα Κρις...
Got a better definition? Add it!
Μια εύηχη γιαννιώτικη παραλλαγή του πέοντος.
- φλαπούτσος (ο): µαλαπέρδα, τσιόκος, µατρακάς
(Λεξικό: Γιαννιώτικα)
Εικάζεται ότι το μόριο φλαπ είναι ονοματοποιία του πλαταγίσματος που κάνει ο νικολάκης καθώς περιηγείται στην άσπιλη ηπειρώτικη μουνίδα.
Αγγλιστί: flappy dick.
Βλ. και φλαμπούτσο.
Got a better definition? Add it!
Στο ηπειρώτικο ιδίωμα είναι το ιμιτασιόν αντικείμενο, το ψεύτικο, η μαϊμού, ενώ πάσλας μπορεί να έχει και γενικότερη σημασία ως ο άσχετος. Ενδιαφέροντα κττμγ τα λολοπαίγνια με την ονομασία Π.Α.Σ. (Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος) - Γιάννινα.
Πάσα Δ.Π.: craftsman
Got a better definition? Add it!
Ο ψεύτης, ο παραμυθάς, εκ της λέξης πατσάρι που, στο ιδίωμα των Ιωαννίνων, σημαίνει ψέμα.
Βλ. και πατσαρδέ.
Πάσα (Δ.Π.): Craftsman.
Το τι …πατσιάρια ρίχνουν, δεν περιγράφεται. Και οι αθεόφοβοι τα ίδια πατσιάρια τα λένε και μεταξύ τους. Ρε αυτοί αλληλοκοροϊδεύονται στην ψύχρα και κοιτάζονται στα μάτια σαν απολιθωμένα. Αν τους ακούσετε, σίγουρα θα ξεράσετε από τις …πλάτες. Ο πρώτος μπορεί να πει ότι χτύπησε …αγριογούρουνο στο φτερό, και ο δεύτερος ότι έσπασε το καμάκι του πάνω στην …αθερίνα. Γι’ αυτό προσέξτε τι θα πείτε και μακριά από τα ..πατσιάρια.
[...] Φίλοι, πατσάρια λένε οι γιαννιώτες τα μεγάλα ψέμματα. Από εκεί προέρχεται και η λέξη πατσαριανός. Δηλαδή κάτι σαν ... gianniotis. Άντε και πάλι καλώς όρισες και καλόν χειμώνα πατσαριανέ. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Το άθυρμα, από το ρήμα αθύρω, παίζω. Η λέξη χρησιμοποιείται για το μαραφέτι (αντικείμενο) που παίζεται το παιχνίδι.
Γιαννιώτικο ιδίωμα.
Got a better definition? Add it!
Πετραδάκι, μικρή πέτρα στα Γιαννιώτικα. Επίσης κασκαρίκι και κατσκαρίκι.
Η λέξη φαίνεται να προέρχεται από το αρμένικο khachkar (խաչքար) που σημαίνει πέτρα με σταυρό. Βλ. επίσης και την οροσειρά Kaçkar στον Πόντο και την έκφραση κασκαρίκα.
- Πώς έγινες έτσι ρε;
- Έφαγα μια σαβούρδα σε κάτι κατσκαρίκια στο χωριό!
- Σε κάτι τί;
Got a better definition? Add it!
Ηλίθιος, ανόητος στη ντοπιολαλιά της περιοχής των Ιωαννίνων. Προέρχεται από τη λέξη ταγάρι, αλλά άγνωστο παραμένει το γιατί αυτό σηματοδοτεί τον ανόητο.
- Να, βλέπεις, δεν παίρνει μπρος το καβουρδιστήρι!
- Αφού ρε ταγάρα έχεις κλειστό το διακόπτη!
Got a better definition? Add it!
Χαϊδευτικός τύπος της έκφρασης πασά μου (πασόπουλό μου, πασόπλου' μ') στην περιοχή των Ιωαννίνων.
Χρησιμοποιείται από φιλολόγους στη λατινική του μορφή (pasoplum).
- Πασόπλουμ, τί φτιάνς; Καλά;
Got a better definition? Add it!
Παρατσούκλι που κόλλησε στους Αρτινούς, εικάζεται λόγω της ''διαμάχης'' των γειτονικών περιοχών Άρτας - Ιωαννίνων, μια απ' τις πάμπολλες -στα όρια της πλάκας- ανά την Ελλάδα.
Ο χαρακτηρισμός οφείλεται στην ύπαρξη πολλών νεραντζιών στην Άρτα, εξού και ο κώλος των Αρτινών που έχει πάρει πια το σχήμα του νεραντζιού...
- Από πού είσαι;
- Άρτα.
- Α! νεραντζόκωλος.
- Εσύ;
- Ιωάννινα.
- Α! παγουράς.
Got a better definition? Add it!