Σλανγκελληνοποίηση του SWAG με την προσθήκη του γαμοσλανγκοεπιθήματος «-γκουρας».

Σβάγκουρες αποκαλούνται οι κουνάμενοι και λυγάμενοι ποζεράδες, οι κάγκουρες που το κάνουν από κει που κλάνουν. Το λήμμαν παραμένει εισέτι αχαρτογράφητο στο γούγλε γούγλε αλλά υπάρχει.

Ασίστ: Idium από το δουπού και HardcoreGR.

Got a better definition? Add it!

Published