Παλιά λέξη για την ακριβή πόρνη πολυτελείας. Ο όρος καταγράφεται από τον Ηλία Πετρόπουλο στο βιβλίο Ο Κουραδοκόφτης (Αθήνα: εκδ. Νεφέλη, 2002, σ. 42) ως συνώνυμο της κομμώτριας. Επίσης αρχοντοπουτάνα. Η έκφραση χρησιμοποιείται και σήμερα, κυρίως για τουρίστριες και άλλες έσκορτς- συνοδούς με πληθώρα υπηρεσιών.

  1. πως γινετε να εχουμε τον μεγαλυτερο αριθμο εστιατοριων ,μπαρ κλπ,πως γινετε και τα χωνουμε στις ακριβοπουτανες;; (Από υπαρξιακή διερώτηση γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε σε μπουρδελοσάιτ).

  2. Οι εταίρες ήταν οι ακριβοπουτάνες της αρχαιότητας. (Από ιστορική αναδρομή σε μπουρδελοσάιτ).

  3. και θα πάρουν - ποιές ; οι ακριβοπουτάνες - ύφος, συμπόνοιας, μυξοπαρθένας! (Εδώ).

(από Khan, 12/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified