Λέξη που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποιο πρόσωπο, πράγμα, ή, ακόμα πιο συχνά, κάποια κατάσταση, που είναι τόσο γαμάτη για να την περιγράψεις κάπως αλλιώς.
- Πασάμ, χθες στο λάιβ τα σπάσαμε, άστο! 
- Λοιπόν, έχω φέρει να πιούμε ένα τσιπουράκι από το χωριό, άστο! 
- - Πασάμ, πώς σου φαίνεται η κοπελιά στο μπαρ; Καλή ε; 
 - 'Αστο!
1 comment
iron
άσ' το να πάει, άσ' το / άσ' το πονάει, άσ' το...
(νταξ ρε παιδιά, φιλολογία κάνουμε...)