Λέξη που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποιο πρόσωπο, πράγμα, ή, ακόμα πιο συχνά, κάποια κατάσταση, που είναι τόσο γαμάτη για να την περιγράψεις κάπως αλλιώς.

  1. Πασάμ, χθες στο λάιβ τα σπάσαμε, άστο!

  2. Λοιπόν, έχω φέρει να πιούμε ένα τσιπουράκι από το χωριό, άστο!

  3. - Πασάμ, πώς σου φαίνεται η κοπελιά στο μπαρ; Καλή ε;
    - 'Αστο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

άσ' το να πάει, άσ' το / άσ' το πονάει, άσ' το...
(νταξ ρε παιδιά, φιλολογία κάνουμε...)